7.1 Εισαγωγή

Η ενότητα αυτή θα εξετάσει την Επανορθωτική Δικαιοσύνη ως έννοια που ασχολείται με το είδος των συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα ανάμεσα σε διαφορετικά μέρη μιας κοινότητας (community-based conflicts). Πρώτα θα εξετάσει τι είναι η επανορθωτική δικαιοσύνη και γιατί αξιοποιείται σε σχέση με την έλλειψη στέγης. Δεύτερον, θα διερευνήσει την εφαρμογή της σε πραγματικές συνθήκες αναφορικά με την αντιμετώπιση των συγκρούσεων που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της έλλειψης στέγης και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να τερματιστούν οι διαχωρισμοί που υπάρχουν ανάμεσα στις κοινότητες και τα άτομα

7.2 Στόχοι ενότητας

Εκμάθηση των κύριων εννοιών και αρχών της επανορθωτικής δικαιοσύνης.

  • Διερεύνηση τρόπων με τους οποίους η επανορθωτική δικαιοσύνη μπορεί να εφαρμοστεί στην ποινική δικαιοσύνη.
  • Κατανόηση του πώς η επανορθωτική δικαιοσύνη μπορεί να υποστηρίξει την επούλωση οικογενειακών σχέσεων και συγκρούσεων.
  • Εκμάθηση του πως η επανορθωτική δικαιοσύνη μπορεί να εφαρμοστεί στην έλλειψη στέγης.
  • Εξοικείωση με παραδείγματα καλών πρακτικών για την παροχή επανορθωτικής δικαιοσύνης σε αυτόν τον τομέα.

7.3 Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Θεωρητική Εισαγωγή

Η επανορθωτική δικαιοσύνη αποτελεί στην ουσία της μια προσέγγιση της δικαιοσύνης που στοχεύει να φέρει κοντά το θύμα και τον θύτη που εμπλέκονται σε ένα έγκλημα ή μια διαφωνία με σκοπό να αποκαταστήσει τη βλάβη που έγινε. Όταν εφαρμόζεται στην ποινική δικαιοσύνη, το θύμα και ο θύτης συναντώνται, συχνά υπό την επίβλεψη αστυνομικών οργάνων ή κοινωνικών λειτουργών που λειτουργούν ως διαμεσολαβητές. Στόχος αυτών των συναντήσεων είναι να συζητηθούν τα κίνητρα του δράστη, η βλάβη που προκλήθηκε στο θύμα και τι μπορεί να γίνει που να βοηθήσει τη διαδικασία επούλωσης να προχωρήσει.

Η προσέγγιση της επανορθωτικής δικαιοσύνης διαφέρει από το πιο σύνηθες σύστημα της τιμωρητικής δικαιοσύνης. Η τιμωρητική δικαιοσύνη είναι μια μεθοδολογία που πιστεύει στην τιμωρία ως μέθοδο αλλαγής ατομικών συμπεριφορών μέσω της αποτροπής κατ’ αρχάς του εγκλήματος, ή τιμωρώντας τους εγκληματίες τόσο σκληρά ώστε να μην διαπράξουν ξανά έγκλημα. Η τιμωρητική δικαιοσύνη πρέπει να υπάρχει με τη μία ή την άλλη μορφή για να αποτρέπει τα πλέον αποτρόπαια εγκλήματα, όμως ελάχιστα προσφέρει στην επούλωση των ρωγμών που δημιουργούνται από το έγκλημα ή στην αντιμετώπιση των ριζικών αιτιών του. Η επανορθωτική δικαιοσύνη μέσα στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης προσπαθεί να βοηθήσει το θύμα να βιώσει ένα τέλος για όσα έχουν συμβεί, καθώς και να εμπλέξει τον δράστη στη διαδικασία της επούλωσης αντί να τον εξοστρακίζει από την κοινότητα της οποίας είναι μέλος. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η μεθοδολογία της επανορθωτικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις περιπτώσεις και πρέπει να προσεγγιστεί με την πλήρη συνεργασία και επίγνωση της διαδικασίας από πλευράς του θύματος. Αν και η διαδικασία έχει στόχο να βοηθήσει το θύμα, τον δράστη και την κοινότητα, οι ανάγκες του θύματος πρέπει να είναι σε πρώτη προτεραιότητα.

Η εφαρμογή της επανορθωτικής δικαιοσύνης γίνεται πιο περίπλοκη έξω από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Αυτό συμβαίνει επειδή στις καθημερινές σχέσεις και συγκρούσεις, συχνά δεν υπάρχει ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη. Ωστόσο, ακόμα κι αν η σύγκρουση δεν καταλήξει στα ποινικά δικαστήρια, ή απλώς η φύση της δεν ενέχει ποινικό χαρακτήρα, δεν παύει να αποτελεί σύγκρουση. Συνεπώς, η επανορθωτική δικαιοσύνη μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο στις συνθήκες αυτές, αφού υπάρχει ακόμη το περιθώριο ώστε η σύγκρουση να αντιμετωπιστεί και να επιλυθεί έξω από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Η θεωρία της επανορθωτικής δικαιοσύνης προϋποθέτει ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν ίσα δικαιώματα στην αμεροληψία, την αξιοπρέπεια, το σεβασμό και το δικαίωμα να ακουστούν. Επομένως, πρακτικές όπως η διαμεσολάβηση και η ομαδική διαδικασία επούλωσης/επανόρθωσης χρησιμοποιούνται συχνά. Αυτές οι πρακτικές θα διερευνηθούν περαιτέρω στην ενότητα.

Η εφαρμογή της επανορθωτικής δικαιοσύνης στις περιπτώσεις αυτές στοχεύει να αναδιανείμει την εξουσία διασφαλίζοντας ότι όλα τα μέρη φεύγουν από την συνεδρία με την αίσθηση ότι η φωνή τους έχει ακουστεί και τα παράπονά τους συζητήθηκαν. Επιπλέον θα σχεδιαστεί ένα ξεκάθαρο πλάνο ανάμεσα στα μέρη για τον τρόπο με τον οποίο θα προχωρήσουν παραπέρα. Αυτές οι διαδικασίες δεν ψάχνουν να αποδώσουν κατηγορίες/μομφή αλλά να διερευνήσουν τα κίνητρα και τις αιτίες των πράξεων, ψάχνοντας παράλληλα λύσεις για να προχωρήσουν όλοι μπροστά.

Εντούτοις, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες θεωρητικές προσεγγίσεις, η επανορθωτική δικαιοσύνη μπορεί και αυτή να έχει τους περιορισμούς της. Η επανορθωτική δικαιοσύνη βασίζεται στην δυνατότητα να εδραιωθεί ανοικτός διάλογος ανάμεσα στο δράστη και το θύμα, ή την κοινότητα, όταν έχει προκληθεί βλάβη. Ωστόσο, στις πιο επιβλαβείς και τοξικές σχέσεις, ο διάλογος αυτός δεν μπορεί να αρχίσει από τη στιγμή που μπορεί να εκθέσει το θύμα σε περαιτέρω βλάβη. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό σε σχέσεις με ιστορικό βίας, κατά τις οποίες η όποια προσπάθεια επαναπροσέγγισης του θύματος με το δράστη πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση, μέσα από τους πλέον ευαίσθητους χειρισμούς από έμπειρους επαγγελματίες όπως ειδικευμένοι διαμεσολαβητές και άλλα πρόσωπα αναφοράς από το δίκτυο φροντίδας (support figures). Σε τετοιες καταστάσεις, διερευνάται η δυνατότητα διαλόγου ανάμεσα στο θύμα και στην Κοινοτική Επιτροπή Επανόρθωσης που συστήνεται σε επίπεδο Δήμου για το σκοπό αυτό, ώστε να δημιουργηθούν κοινωνικοί δεσμοί και ένα υποστηρικτικό δίκτυο. Εναλλακτικά, στις περιπτώσεις που το θύμα δεν νιώθει άνετα να συναντήσει τον θύτη, ο θύτης μπορεί να παρουσιαστεί στην αντίστοιχη Κοινοτική Επιτροπή Επανόρθωσης, ώστε τα μέλη της να κατανοήσουν τη βλάβη που προκάλεσε και να δράσει στο εξής προληπτικά ώστε να μην επαναληφθεί. Αυτό θα βοηθήσει την επανένταξη του δράστη στην κοινότητα, με την ελπίδα ότι θα αποτρέψει την πιθανότητα ενός νέου εγκλήματος.

Η σύνδεση έλλειψης στέγης και εγκληματικότητας

Λόγω της ίδιας της φύσης της έλλειψης στέγης και των δυσκολιών που απορρέουν από αυτήν, πολλοί άνθρωποι εγκλωβίζονται σε ένα κύκλο όπου η ίδια τους η ύπαρξη καθίσταται φύσει παράνομη. Για παράδειγμα, η νομοθεσία συχνά απαγορεύει σε όσους βρίσκονται σε ασταθή κατάσταση στέγασης να μένουν σε δημόσιους χώρους, όπως πάρκα, μπροστά από βιτρίνες καταστημάτων ή σε σταθμούς του μετρό. H εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας σε κάποιες χώρες μπορεί να οδηγήσει τις αρχές στην απομάκρυνση των άστεγων από τους χώρους όπου έχουν εγκατασταθεί. Πέρα από την ξεκάθαρη απανθρωποποίηση των άστεγων ως αποτέλεσμα παρόμοιων ενεργειών, η κύρια συνέπεια των πολιτικών αυτών είναι η απομάκρυνση των ατόμων από τη συνήθη τοποθεσία και τα δίκτυα υποστήριξής τους, κάτι που τους εμποδίζει να έχουν πρόσβαση σε οργανισμούς που μπορεί να τους προσφέρουν υποστήριξη. Σε αυτές τις περιπτώσεις το να είσαι άστεγος γίνεται παράνομο, κάτι που δημιουργεί εχθρικό περιβάλλον για όσους ζουν στο δρόμο και επίσης δημιουργεί μια αρνητική σχέση ανάμεσα στους ίδιους και τις κοινότητες μέσα στις οποίες ζουν.

Η ποινικοποίηση της ύπαρξης εκείνων που βιώνουν την έλλειψη στέγης, απλώς αυξάνει την πιθανότητα οι άστεγοι να στραφούν σε εγκληματικές δραστηριότητες για να επιβιώσουν. Διαρριγνύοντας τη σχέση ανάμεσα στις κοινότητες και εκείνους που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας, οι πολιτικές αυτές καταλήγουν να προκαλούν μεγαλύτερη ζημιά στα άτομα και στις κοινότητες, αντί να τους προστατεύουν και να δημιουργούν ένα ειρηνικό και ασφαλές περιβάλλον για όλους. Υπάρχουν καλές πρακτικές που κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα της ποινικοποίησης της έλλειψης στέγης και παρουσιάζονται στο τμήμα «Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Παραδείγματα στην Πράξη» πιο κάτω.

Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Διαμεσολάβηση

Η διαμεσολάβηση είναι μία πρακτική που έχει στόχο να θέσει τις βάσεις για διάλογο ανάμεσα σε ομάδες ή άτομα που βρίσκονται σε σύγκρουση, με σκοπό να επιτευχθεί συμφιλίωση. Η ισχύς της βρίσκεται στην από κοινού συνεργασία των μερών στην επίλυση προβλημάτων, αντιμετωπίζοντας τους φόβους, τις ανησυχίες και τις ανάγκες και των δύο μερών, με σκοπό να βρουν ένα τρόπο να προχωρήσουν. Αυτό μπορεί συχνά να αναφέρεται ως μια μορφή επίλυσης συγκρούσεων. Ένας πιο στενός ορισμός της είναι δύσκολο να διατυπωθεί, από τη στιγμή που η εφαρμογή της καθορίζεται κάθε φορά από τους συμμετέχοντες, τη σύγκρουση και τον διάλογο που πρέπει να λάβει χώρα.

Η διαδικασία έναρξης μιας επανορθωτικής διαμεσολάβησης μπορεί σε γενικές γραμμές να βασιστεί σε πέντε απλές ερωτήσεις που ανοίγουν την πόρτα σε μια βαθιά και πολύπλευρη συζήτηση. Αυτές είναι:

  • Τι συνέβη;
  • Ποιος επηρεάστηκε;
  • Τί μπορούμε να κάνουμε για να βελτιωθεί η κατάσταση;
  • Ποιος άλλος εμπλέκεται στη σύγκρουση; (για παράδειγμα η ευρύτερη κοινότητα)
  • Ποια ήταν τα κίνητρα;

Ορισμένες συζητήσεις επικεντρώνονται στο πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην επανορθωτική δικαιοσύνη και τη διαμεσολάβηση. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η επανορθωτική δικαιοσύνη χρειάζεται ένα ξεκάθαρο θύτη και θύμα, ενώ η διαμεσολάβηση χρησιμοποιείται όταν η σύγκρουση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Στην παρούσα συζήτηση η διαμεσολάβηση ενυπάρχει στην αντίληψη της επανορθωτικής δικαιοσύνης, και υιοθετεί τις αρχές των ίσων δικαιωμάτων στην αμεροληψία, την αξιοπρέπεια, το σεβασμό και στο δικαίωμα στην ακρόαση. Προκειμένου η πρακτική να θεωρηθεί ως επανορθωτική σύμφωνα με όσα υποστηρίζονται εδώ, η διαμεσολάβηση δεν πρέπει να επικεντρώνεται στο να αποδώσει ευθύνες, αλλά στο να αναγνωρίσει ότι τα γεγονότα συνέβησαν και να καθορίσει μια πορεία δράσης που θα ωφελήσει όλα τα μέρη.

Ένα άλλο κομβικό σημείο της επανορθωτικής διαμεσολάβησης είναι να διαχειρίζεται  την ανισότητα στο συσχετισμό δυνάμεων που παρουσιάζεται σε πολλές κατεστραμμένες ή διαλυμένες σχέσεις. Κάτι τέτοιο τίθεται επί τάπητος από τη στιγμή που κάποιες σχέσεις διαρρηγνύονται επειδή το ένα μέρος ασκεί βία στο άλλο. Η βία μπορεί να είναι σωματική, οικονομική ή συναισθηματική κακοποίηση, μεταξύ άλλων. Η επανορθωτική διαμεσολάβηση στοχεύει να διαχειρίζεται αυτές τις ανισότητες και να εξισορροπεί τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των μερών.

Η οικονομική ισχύς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα: η αναδιανομή της δεν σημαίνει μόνο την ισότιμη διανομή του πλούτου ανάμεσα σε δύο ομάδες, αλλά πιο πολύ την αντιμετώπιση της επιρροής και της ισχύος που έχει το χρήμα στα μέρη. Αυτό σημαίνει ότι ο διαμεσολαβητής και τα θιγόμενα μέρη θα πρέπει να δουλέψουν για να βρουν ένα μηχανισμό, που θα εμποδίζει το ισχυρό μέρος να ασκεί μελλοντικά τον έλεγχο. Θα πρέπει επίσης να επιτρέπει στο πιο αδύναμο μέρος να χρησιμοποιεί κάποιο μέσο ώστε να μπορεί να πληροφορεί το ισχυρό μέρος όταν εκείνο εμφανίζει επιβλαβείς τάσεις. Η διαδικασία διαμεσολάβησης θα πρέπει κατ’ ελάχιστον να επικοινωνεί στο ισχυρό μέρος ότι οι πράξεις του είναι βλαπτικές και επιζήμιες, ενώ το πιο αδύναμο μέρος θα πρέπει να μπορεί να επικοινωνεί τις επιπτώσεις που έχουν αυτές επάνω του.

Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Ομαδική Επούλωση/Επανόρθωση και Διαδικασίες Κύκλου

Η «ομαδική επούλωση» και οι «διαδικασίες κύκλου» θέτουν παρόμοιες ερωτήσεις όπως αυτές που χρησιμοποιήθηκαν στη διαμεσολάβηση (τι έγινε, ποιος επηρεάστηκε, τι μπορούμε να κάνουμε για να επανορθώσουμε, ποιος άλλος εμπλέκεται στη σύγκρουση, και τι κίνητρο είχαν οι ενέργειες). Ωστόσο, ενώ η διαμεσολάβηση επικεντρώνει στη διαιτησία συγκρούσεων μεταξύ μικρών ομάδων, η ομαδική επούλωση και οι διαδικασίες κύκλου στοχεύουν να επιτρέψουν το σχηματισμό θετικών σχέσεων πέρα από εκείνους που εμπλέκονται άμεσα στη σύγκρουση.

Οι διαδικασίες αυτές επιτρέπουν σε μια ομάδα ανθρώπων που συνδέονται με παρόμοιες εμπειρίες ή αποτελούν μέρος αντίστοιχων κοινοτήτων να δημιουργήσουν θετικούς δεσμούς. Συγκεντρώνονται και μοιράζονται τις εμπειρίες τους, σεβόμενοι το δικαίωμα του καθενός να ακουστεί. Την ώρα που ο κάθε συμμετέχων μιλά δεν μπορούν να τον διακόψουν, αφού αυτός είναι ο χώρος για αναστοχασμό και περίσκεψη, όχι για κριτική και ερωτήσεις.

Η διαδικασία καθοδηγείται από έναν επαγγελματία που μπορεί να συντονίζει τη συζήτηση και να εισάγει θέματα. Ωστόσο, οι συζητήσεις βασίζονται κυρίως στην περιγραφή των εμπειριών των συμμετεχόντων, παρά σε πολύ συγκεκριμένα θέματα. Το δικαίωμα να μην συμμετέχεις στη συζήτηση και απλώς να εμπλακείς ως ενεργός ακροατής είναι σημείο κλειδί σε αυτή τη διαδικασία, από τη στιγμή που διαφορετικά άτομα μπορεί να θέλουν το χρόνο τους για να νιώσουν άνετα και να ανοιχτούν.

Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Παραδείγματα στην Πράξη

Ομάδα Υποθέσεων Κοινοτικής Ασφάλειας (ΟΥΚΑ) – Brighton and Hove City Council

Περίληψη της υπόθεσης:

  • Η ΟΥΚΑ κλήθηκε σε ένα πρόγραμμα υποστηριζόμενης στέγασης, όταν ο μάνατζερ του προγράμματος παρατήρησε ότι ένας ένοικος φερόταν κακοποιητικά σε άλλους ενοίκους, ενώ επίσης επεδείκνυε αντικοινωνική συμπεριφορά.
  • Η συμπεριφορά αυτή επιδεινώνονταν σταδιακά για έξι μήνες πριν την παρέμβαση της ΟΥΚΑ.
  • Ο ένοικος στη συνέχεια γνώρισε μια νέα ομάδα ανθρώπων που άρχισαν να χρησιμοποιούν το πρόγραμμα στέγασης ως χώρο κατανάλωσης και πώλησης ναρκωτικών. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε συγκρούσεις με τους άλλους ένοικους και το προσωπικό.

Η λύση:

  • Η ΟΥΚΑ κάλεσε όλους τους ενοίκους και το προσωπικό σε έναν επανορθωτικό κύκλο. Αυτό έδωσε σε κάθε μέλος του προγράμματος ένα χώρο να εκφράσει ελεύθερα τα συναισθήματά του. Ο σκοπός του κύκλου ήταν να σπάσουν οι υπάρχουσες κοινωνικές ιεραρχίες και να δοθεί σε όλους τους συμμετέχοντες ισότιμη θέση στη συζήτηση.
  • Χρησιμοποιώντας τον κύκλο, κάθε μέλος του προγράμματος μπόρεσε να αντιληφθεί τα προβλήματα και κάθε άτομο έπαιξε ένα ρόλο στο σχεδιασμό ενός πλάνου για να προχωρήσουν.
  • Αντί για τιμωρία για το άτομο, πήραν μέρος σε μια διαδικασία που είχε στόχο να εμποδίσει περαιτέρω βλάβη στην κοινότητά τους.

Τι μάθαμε από αυτήν την εμπειρία:

  • Αυτή είναι μια μέθοδος παρέμβασης που μπορεί να εφαρμοστεί σε άτομα που δυσκολεύονται αφού βρουν μια προσωρινή στέγη
  • Οι άνθρωποι που μετακινούνται από το δρόμο σε στέγη μπορεί να αντιμετωπίσουν πρόβλημα προσαρμογής σε έναν κόσμο με συγκεκριμένους κανόνες και κανονισμούς – εδώ παρουσιάζεται ένα σύστημα που μπορεί να προταθεί σε προγράμματα στέγασης ή σε προσωπικό ξενώνων για να αντιμετωπίσουν ζητήματα, προτού απαγορευτεί στο άτομο να επιστρέψει στο κέντρο.

7.4 Επιπλέον διάβασμα